- χρησμολογική
- χρησμολογικήthe art of divinationfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρησμολογική — η, ΝΑ [χρησμολόγος] η τέχνη τού χρησμολόγου, η μαντική τέχνη … Dictionary of Greek
χρησμολογικά — χρησμολογικά̱ , χρησμολογική the art of divination fem nom/voc/acc dual χρησμολογικά̱ , χρησμολογική the art of divination fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογικός — ή, ό, Ν [χρησμολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησμολογία και στον χρησμολόγο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χρησμολογική … Dictionary of Greek